- μικροχειρουργική
- ηκλάδος της χειρουργικής που γίνεται με τη χρήση χειρουργικού μικροσκοπίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μικροχειρουργική — Μέθοδος χειρουργικής που υποβοηθείται από ένα ειδικό μικροσκόπιο, που επιτρέπει στον χειρουργό να εγχειρίζει μικροχειρουργική. Μέθοδος χειρουργικής που υποβοηθείται από ένα ειδικό μικροσκόπιο, που επιτρέπει στον χειρουργό να εγχειρίζει… … Dictionary of Greek
εμβρυολογία — Επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη των οργανισμών, από τις πρώτες διαιρέσεις του ζυγωτού έως την ολοκλήρωση του σχηματισμού των οργάνων του ατόμου. Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι περιγραφικές (ε. των φυτών· ε. των ζώων· ε. του ανθρώπου),… … Dictionary of Greek
ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς … Dictionary of Greek
μεροτομία — η βιολ. πειραματική μικροχειρουργική επέμβαση στο κύτταρο, που επιτρέπει τη μελέτη τής φυσιολογικής δράσης τού πυρήνα στο κυτταρόπλασμα … Dictionary of Greek
τυμπανοπλαστική — και τυμπανοπλαστία, η, Ν ιατρ. επανορθωτική μικροχειρουργική επέμβαση σε ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία τού τυμπανοοσταριακού συστήματος, αλλ. τυμπανοπλαστία … Dictionary of Greek